ροχαλητό

ροχαλητό
και ρουχαλητό, το, Ν
θορυβώδης αναπνοή κατά τη διάρκεια τού ύπνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ροχαλίζω + κατάλ. -ητό (πρβλ. μουγκρ-ητό)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ρέγξις — εως, ἡ, Α [ῥέγχω] ρεγχασμός, ροχαλητό …   Dictionary of Greek

  • ρέγχος — και ῥέγκος, τὸ, Α ροχαλητό, ρεγχασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ῥέγχος / ῥέγκος συνδέονται με το ρ. ῥέγχω* / ῥέγκω] …   Dictionary of Greek

  • ρέγχω — ῥέγχω ΝΜΑ, και ῥέγκω ΜΑ ροχαλίζω (α. «εἰς τὴν κοίλην τοῡ πλοίου καὶ ἐκάθενδε καὶ ἔρρεγχε», ΠΔ β. «καὶ ῥέγχει καθεύδων», Αριστοτ.) μσν. αρχ. μτφ. (για την ψυχή) κοιμάμαι βαριά, βρίσκομαι σε κατάσταση αναισθησίας και αδιαφορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • ρεγχασμός — ο, Ν [ρεγχάζω] ροχαλητό, αναπνοή με χαρακτηριστικό θόρυβο από τον ρινοφάρυγγα και τα ρουθούνια κατά τη διάρκεια τού ύπνου …   Dictionary of Greek

  • ρεγχώδης — και ῥεγκώδης, ῶδες, Α [ῥέγχος / ῥέγκος] αυτός που ηχεί σαν ροχαλητό …   Dictionary of Greek

  • ροίζος — ο / ῥοῑζος, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥοῑζος, ἡ, Α νεοελλ. ιατρ. αίσθημα τρομώδους δονήσεως, αντιληπτό κατά την ψηλάφηση και την ακρόαση, λ.χ. σε στένωση τής μιτροειδούς βαλβίδας τής καρδιάς, όπου θυμίζει ροχαλητό γάτας μσν. (σχετικά με τους ψαλμούς)… …   Dictionary of Greek

  • ρογχασμός — ὁ, Α [ῥογχάζω] το ροχαλητό …   Dictionary of Greek

  • ρουχαλητό — το Ν βλ. ροχαλητό …   Dictionary of Greek

  • ροχάλισμα — το / ῥογχάλισμα, ΝΑ [ροχαλίζω / ῥογχαλίζω] το ροχαλητό …   Dictionary of Greek

  • ρόγχος — και ρόχος, ο, Ν [ρέγχω] 1. ροχαλητό, ροχάλισμα 2. ιατρ. στον πληθ. οι ρόγχοι χαρακτηρισμός τών πρόσθετων παθολογικών ήχων που παράγονται κατά την ακρόαση τών πνευμόνων σε ασθενείς με χρόνιες ή οξείες πνευμονικές παθήσεις 3. (φρ) «επιθανάτιος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”